συναναστροφῆς

συναναστροφῆς
συναναστροφή
living with
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναναστροφή — η, ΝΜΑ [συναναστρέφομαι] 1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς» …   Dictionary of Greek

  • απανθρωπιά — η (Α ἀπανθρωπιά) νεοελλ. έλλειψη αγαθών ανθρώπινων συναισθημάτων, σκληρότητα, αγριότητα ||| αρχ. 1. αντιπάθεια, αποστροφή για τους ανθρώπους 2. αποφυγή συναναστροφής, έλλειψη κοινωνικότητας …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικότητα — η [κοινωνικός] 1. η τάση προς συμβίωση με άλλους ανθρώπους στην κοινωνία και η προσαρμογή στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμβίωση αυτή 2. η ιδιότητα τού κοινωνικού ανθρώπου, η καλή κοινωνική συμπεριφορά και η γνώση τών τρόπων καλής… …   Dictionary of Greek

  • ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… …   Dictionary of Greek

  • προσομιλητικός — ή, όν, Α [προσομιλῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσομιλία* ή ο αρμόδιος για συναναστροφή 2. αυτός που γίνεται με συναναστροφή, επικοινωνία 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προσομιλητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής συναναστροφής με τους άλλους… …   Dictionary of Greek

  • συναλίσγομαι — Α μολύνομαι λόγω συναναστροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλισγοῦμαι «μολύνομαι συντρώγοντας με εθνικούς»] …   Dictionary of Greek

  • βαλανείο — Ονομασία με την οποία ήταν γνωστά στους αρχαίους τα λουτρά, καθώς και το σκεύος μέσα στο οποίο πλένονταν ή ετοίμαζαν το λουτρό. Τα β. των αρχαίων διέθεταν ζεστά και κρύα λουτρά, καθώς και ατμόλουτρα, και μπορούσαν να είναι δημόσιες ή ιδιωτικές… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Φονβίζιν, Ντένιτς Ιβάνοβιτς — (1744 – 1792). Ρώσος δραματικός συγγραφέας. Έγραψε σε νεαρή ηλικία κωμωδία με τον τίτλο Ταγματάρχης, η οποία προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στο κοινό αλλά και στην ίδια την αυτοκράτειρα Αικατερίνη B’, που πίστεψε πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”